- νυχαῖος
- νῠχ-αῖος, α, ον,=νύχιος, Theognost.Can.52.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νυχαίος — νυχαῑος, αία, ον (Μ) σκοτεινός σαν τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επί θ. εμφανίζει το θ. νυχ με δασύ σύμφωνο τού νύξ, νυκτός (βλ. λ. νύχτα) + κατάλ. αῖος (πρβλ. τελευταίος)] … Dictionary of Greek
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek